- λόρδωση
- [-ις (-εως)] η мед. лордоз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λόρδωση — η (ιατρ.), κύρτωση προς τα εμπρός της σπονδυλικής στήλης: Η ακτινογραφία έδειξε ότι πάσχει από λόρδωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… … Dictionary of Greek
λορδωσικός — ή, ό [λόρδωσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λόρδωση 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λόρδωση … Dictionary of Greek
ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek